- κητίνη
- ηχημ. το κύριο συστατικό τού κήτειου σπέρματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cetine < cet- (πρβλ. κήτος) + ine (< λατ. -inus)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κήτος — Βλ. λ. κητώδη. * * * το (ΑΜ κῆτος) 1. γενική ονομασία θαλάσσιων ψαριών μεγάλου μεγέθους ή μεγάλων υδρόβιων θηλαστικών τής τάξης τών κητωδών, θαλάσσιο θηρίο («δελφῑνάς τε κύνας τε, καὶ εἲ πόθι μεῑζον ἕλῃσι κῆτος», Ομ. Οδ.) 2. (ως κύριο όν. Κήτος… … Dictionary of Greek